- πυρρότης
- -ητος, ἡ, Α [πυρρός](για τρίχες) η ιδιότητα τού κόκκινου, η ερυθρότητα («ἡ πυρρότης ὥσπερ ἀρρωστία τριχός», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρρότης — redness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρότητα — πυρρότης redness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пирротин — из Бразилии Формула FenSn+1 Примесь Ме … Википедия
πυρροτίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού μαγνητοπυρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrhotite < γερμ. Pyrrhotine (< πυρρότης «ερυθρότητα» + κατάλ. ine) με επίδραση τής κατάλ. ite] … Dictionary of Greek